Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βελτιστοποιώ [veltistopió] -ούμαι Ρ10.9 : επιτυγχάνω το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα σε κάποια ενέργεια, δραστηριότητα κτλ.
[λόγ. βέλτιστ(ος) -ο- + -ποιώ]