Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βελούδο το [velúδo] Ο39 : 1. είδος πολυτελούς υφάσματος από βαμβάκι, μετάξι ή μαλλί, με παχύ στιλπνό πέλος: Kαναπές / παντελόνι / φουστάνι από ~. 2. για ρούχο κατασκευασμένο από βελούδο: Ήρθε ντυμένη στα βελούδα. || Φέτος το ~ είναι πολύ της μόδας, το ύφασμα από βελούδο. 3. (μτφ.) απαλός, τρυφερός, μαλακός σαν το βελούδο: Έχει (κάτι) χέρια / μάγουλα / επιδερμίδα ~.
[μσν. βελούδο < βεν. veludo]
[Λεξικό Κριαρά]
- βελούδο το.
-
- Είδος πολυτελούς υφάσματος ή ενδύματος:
- φορέματα ολόχρυσα, βελούδα, καμουκάδες (Τζάνε, Κρ. πόλ. 14616).
[<βεν. veludo. Η λ. στο Du Cange (‑ον) και σήμ.]
- Είδος πολυτελούς υφάσματος ή ενδύματος:
[Λεξικό Κριαρά]
- βελουδοκαμουχένιος, επίθ.
-
- Που είναι κατασκευασμένος από βελούδο και καμουχά:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 679).
[<ουσ. βελούδο + επίθ. καμουχένιος]
- Που είναι κατασκευασμένος από βελούδο και καμουχά: