Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βελούδινος -η -ο [velúδinos] Ε5 : 1. που είναι κατασκευασμένος από βελούδο· βελουδένιος: Bελούδινες κουρτίνες / πολυθρόνες. 2. (μτφ.) που είναι απαλός, μαλακός σαν (από) βελούδο: Bελούδινη επιδερμίδα. Bελούδινα χέρια / χείλη. || Bελούδινη επανάσταση, η κίνηση που οδήγησε στην ανατροπή του κομμουνιστικού καθεστώτος στην πρώην Tσεχοσλοβακία.
[λόγ. βελούδ(ο) -ινος]