Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βελονισμός ο [velonizmós] Ο17 : μέθοδος για τη θεραπεία ορισμένων ασθενειών, που συνίσταται στην τοποθέτηση ειδικών λεπτών βελονών σε διάφορα σημεία του σώματος του ασθενή: Ο ~ εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην Kίνα.
[λόγ. βελόν(η) -ισμός απόδ. αγγλ. acupuncture]