Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βελονάκι το [velonáki] Ο44α : ειδική βελόνα με αγκυλωτή μύτη για το πλέξιμο δαντέλας ή άλλων πλεχτών· κροσέ, τσιγκελάκι: Δαντέλες πλεγμένες με ~. Kουβέρτα / κουρτίνα πλεγμένη με το ~.
[βελόν(α) -άκι]