Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βελζεβούλ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βελζεβούλ ο [velzevúl] & βεελζεβούλ ο [veelzevúl] Ο (άκλ.) : 1. ο άρχοντας των δαιμόνων, ο Σατανάς. 2. (μτφ.) για άνθρωπο δόλιο, ραδιούργο, σατανικό.

[λόγ.: βεελζε-: ελνστ. Βεελζεβούλ < Βεελζεβούβ < εβρ. be el Zebh b `άρχοντας μυγών΄· βελζε-: αποφυγή της χασμ. με αποβ. του ενός από τα δύο όμ. φων.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βελζεβούλης ο [velzevúlis] & βερζεβούλης ο [verzevúlis] & ζερζεβούλης ο [zerzevúlis] Ο11 : (λαϊκότρ.) βελζεβούλ.

[βελζ-: < βελζεβούλ με προσαρμ. στο κλιτικό σύστημα της δημοτ. -ης· βερζ-: ανομ. υγρών [l-l > r-l] · ζερζ-: υποχωρ. αφομ. [v-z > z-z] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες