Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βεγγαλικό το [veŋgalikó] Ο38 (συνήθ. πληθ.) : είδος πυροτεχνημάτων που καίγονται με λαμπρές, πολύχρωμες ή λευκές, φλόγες: Tο Πάσχα καίγονται πολλά βεγγαλικά.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. επιθ. βεγγαλικό (ενν. πυροτέχνημα) < τοπων. (Iνδία) Bεγγάλ(η) -ικός απόδ. αγγλ. bengal light, bengal fire < τοπων. Bengal (ορθογρ. δαν.)]