Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βεβαιώ [veveó] -ούμαι Ρ : (λόγ., επίσ.) βεβαιώνω: H υπηρεσία βεβαιοί ότι ο εργαζόμενος είναι κάτοικος Aθηνών. Bεβαιούται το γνήσιο της υπογραφής.
[λόγ. < αρχ. βεβαιῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- βεβαιώ.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Κάνω κ. βέβαιο, σταθερό:
- τελέσας, ή μάλλον πλέον βεβαιώσας, το της Ιβηρίας συνοικέσιον (Σφρ., Χρον. 1144)·
- β) ορίζω, καθορίζω:
- το εξαρχής βεβαιωθέν ουκ ηδύνατο διαλυθήναι (Τρωικά 52118)·
- γ) (προκ. για ειρήνη) συνομολογώ:
- μεθ’ όρκον βεβαιώσαντες καθολικήν αγάπην (Διήγ. παιδ. 92).
- α) Κάνω κ. βέβαιο, σταθερό:
- 2) Αποδεικνύω:
- εξ έργων την αγάπην σου βεβαίωσον, κυρία (Διγ. Z 3296).
- 3) Διαβεβαιώνω:
- βεβαιώσαντες τον αμιράν μεθ’ όρκου γαμβρόν να τον επάροσιν (Διγ. Z 523).
- 4) Αποδέχομαι, εγκρίνω:
- (Σφρ., Χρον. 8415).
- 1)
- II. Μέσ.
- 1)
- α) Σταθεροποιούμαι:
- εβεβαιώθη ο λογισμός μου εις την όρεξιν, ην είχον (Σφρ., Χρον. 12413‑4)·
- β) αποδεικνύομαι αυτός που είμαι· αναγνωρίζομαι ως άξιος:
- γέγονε δε περίφημος εν ταις ανδραγαθίαις, ώστε σχεδόν εις άπαντα βεβαιωθείς τον κόσμον (Διγ. Gr. 1906).
- α) Σταθεροποιούμαι:
- 2) (Μτβ.) σιγουρεύομαι για κάπ.:
- Μη ένι ούτος ο Διγενής, ον λέγουσιν Ακρίτην; Χρη να τον δοκιμάσομεν, να τον βεβαιωθώμεν (Διγ. Z 2976).
- 1)
[αρχ. βεβαιόω. Βλ. και βεβαιώνω. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- I. Ενεργ.
[Λεξικό Κριαρά]
- βεβαιωμένα, επίρρ.
-
- Σταθερά, σίγουρα:
- (Θησ. ΙΒ´ [228]).
[<μτχ. παρκ. του βεβαιώνω]
- Σταθερά, σίγουρα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βεβαιώνω [veveóno] -ομαι Ρ1 : 1α. διαβεβαιώνω κπ. για κτ.: Θέλω να σας βεβαιώσω για την ειλικρίνεια των αισθημάτων μου. Σε ~ πως αυτή είναι η αλήθεια. β. επιβεβαιώνω κτ.: Ο μάρτυρας βεβαίωσε τις καταγγελίες. γ. πιστοποιώ κτ.: Ο γιατρός βεβαίωσε το θάνατο του ασθενή. δ. καθιστώ κτ. βέβαιο: Aυτό δεν μπορώ να το βεβαιώσω. 2. (παθ.) α. πείθομαι, σιγουρεύομαι για κτ. με βάση κάποια στοιχεία ή κάποιον έλεγχο: Θέλω να βεβαιωθώ για την αλήθεια των όσων άκουσα. Δεν προχωρώ πριν να βεβαιωθώ πως όλα είναι εντάξει. β. διαπιστώνω κτ.: Bεβαιώθηκαν πολλές αγορανομικές / τροχαίες παραβάσεις. || (για χρηματικά ποσά): Tα κέρδη που βεβαιώθηκαν είναι μεγάλα. Bεβαιωμένοι φόροι. γ. εξακριβώνω κτ. ύστερα από έρευνα, έλεγχο: Aπ΄ τα λεγόμενά του βεβαιώθηκα πως αυτός είναι ο ένοχος. δ. επικυρώνω, πιστοποιώ: Bεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής.
[μσν. βεβαιώνω < αρχ. βεβαι(ῶ) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- βεβαιώνω· βεβαιώννω· βεβιώνω.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Στερεώνω, σιγουρεύω:
- εβεβαίωσε ο Μουράτης την βασιλείαν του (Χρον. σουλτ. 5934)·
- β) εξασφαλίζω κ. υπεύθυνα σε κάπ., κατακυρώνω:
- ελευθεριά πρώτας να μασε δώσεις, σπίτια, ’κκλησιές και στάμενα να μασε βεβαιώσεις (Τζάνε, Κρ. πόλ. 17420· Διάτ. Κυπρ. 50911)·
- γ) επιδοκιμάζοντας κ. το κάνω σταθερό, έγκυρο:
- Τοιαύτην βουλήν έκαμαν, όλοι την βεβαιώννουν (Θρ. Κύπρ. 701).
- α) Στερεώνω, σιγουρεύω:
- 2) Επικυρώνω:
- εις την διαθήκην του βεβαιώννει την ελευθερίαν (Ασσίζ. 14919· Διγ. Άνδρ. 3888).
- 3) Επιβεβαιώνω:
- (Ερωτόκρ. Α´ 1863).
- 4) Εξακριβώνω:
- να βεβαιώσει πλιότερα την πίστη της την τόση (Ερωτόκρ. Ε´ 711 κριτ. υπ).
- 5) Διαβεβαιώνω:
- εβεβαίωσαν τον αμιράν μετά όρκου να τονε πάρουσιν γαμβρόν (Διγ. Άνδρ. 3253· Χρον. Μορ. P 2307).
- 6) Αποδέχομαι, εγκρίνω:
- (Έκθ. χρον. 1124).
- 7) (Αμτβ.) επαληθεύομαι:
- Θωρείς τα εδά τα λόγια μου το πώς εβεβαιώσα; (Ερωτόκρ. Ε´ 1469).
- 1)
- II. (Μέσ.) σιγουρεύομαι για κ., πληροφορούμαι κ. με ακρίβεια και σιγουριά:
- (Σουμμ., Ρεμπελ. 161)·
- πως τόσους εθανάτωσες πώς να βεβαιωθούμεν; (Διγ. O 2484).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) Σταθερός:
- ο λόγος εκ το στόμα σου να είν’ βεβαιωμένος (Ιστ. Βλαχ. 1557).
- 2) Βέβαιος, σίγουρος:
- είσαι βεβαιωμένη, ψυχή μου, ότι φουσσάτα δύνομαι να πολεμήσω (Διγ. Άνδρ. 35518· Ιστ. πατρ. 15814).
- 3) Εξασφαλισμένος:
- (Διακρούσ. 9225).
- 4) Ισχυρός, έγκυρος:
- τα ’φίκια … τα ποία να είναι στερεωμένα και βεβαιωμένα (Μαχ. 31018).
- 1) Σταθερός:
[<βεβαιώ. Ο τ. βεβιώνω και σήμ. ιδιωμ. Η λ. τον 11. αι. (LBG) και σήμ.]
- I. Ενεργ.
[Λεξικό Κριαρά]
- βεβαίως, επίρρ.
-
- Με βεβαιότητα, αναμφίβολα:
- (Διγ. Gr. 1146), (Σφρ., Χρον. 18610).
[αρχ. επίρρ. βεβαίως. Η λ. και σήμ.]
- Με βεβαιότητα, αναμφίβολα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βεβαίωση η [vevéosi] Ο33 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βεβαιώνω, πιστοποίηση, επικύρωση: Ένορκη ~. ~ της υπογραφής. 2. το έγγραφο με το οποίο βεβαιώνεται, πιστοποιείται κτ.: ~ σπουδών. Iατρική ~. Φέρε μαζί σου και μια ~ από την αστυνομία. 3. (για έσοδα του δημοσίου) εξακρίβωση, καθορισμός: ~ φόρων.
[λόγ. < αρχ. βεβαίω(σις) -ση]
[Λεξικό Κριαρά]
- βεβαίωσις η· βεβαίωση· βέβιωσις.
-
- 1) Επικύρωση, διαβεβαίωση:
- (Μαχ. 5086), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 18119).
- 2) Στερέωση, εξασφάλιση:
- βεβαίωσην της βασιλείας (Χρον. σουλτ. 581).
- 3) Σιγουριά, βεβαιότητα:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [698]).
[αρχ. ουσ. βεβαίωσις. Ο τ. ‑ση και σήμ.]
- 1) Επικύρωση, διαβεβαίωση:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βεβαιωτικός -ή -ό [veveotikós] Ε1 : που βεβαιώνει, επιβεβαιώνει, επικυρώνει κτ. || (γραμμ.) Bεβαιωτικά μόρια / επιρρήματα, άκλιτες λέξεις που επιβεβαιώνουν την έννοια μιας λέξης ή πρότασης.
[λόγ. < ελνστ. βεβαιωτικός]