Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βεβαιωτικός -ή -ό [veveotikós] Ε1 : που βεβαιώνει, επιβεβαιώνει, επικυρώνει κτ. || (γραμμ.) Bεβαιωτικά μόρια / επιρρήματα, άκλιτες λέξεις που επιβεβαιώνουν την έννοια μιας λέξης ή πρότασης.
[λόγ. < ελνστ. βεβαιωτικός]