Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βεβαιωμένα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βεβαιωμένα, επίρρ.
  • Σταθερά, σίγουρα:
    • (Θησ. ΙΒ´ [228]).

[<μτχ. παρκ. του βεβαιώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες