Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βεβαίωσις η· βεβαίωση· βέβιωσις.
-
- 1) Επικύρωση, διαβεβαίωση:
- (Μαχ. 5086), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 18119).
- 2) Στερέωση, εξασφάλιση:
- βεβαίωσην της βασιλείας (Χρον. σουλτ. 581).
- 3) Σιγουριά, βεβαιότητα:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [698]).
[αρχ. ουσ. βεβαίωσις. Ο τ. ‑ση και σήμ.]
- 1) Επικύρωση, διαβεβαίωση: