Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βεβαίως, επίρρ.
-
- Με βεβαιότητα, αναμφίβολα:
- (Διγ. Gr. 1146), (Σφρ., Χρον. 18610).
[αρχ. επίρρ. βεβαίως. Η λ. και σήμ.]
- Με βεβαιότητα, αναμφίβολα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βεβαίωση η [vevéosi] Ο33 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βεβαιώνω, πιστοποίηση, επικύρωση: Ένορκη ~. ~ της υπογραφής. 2. το έγγραφο με το οποίο βεβαιώνεται, πιστοποιείται κτ.: ~ σπουδών. Iατρική ~. Φέρε μαζί σου και μια ~ από την αστυνομία. 3. (για έσοδα του δημοσίου) εξακρίβωση, καθορισμός: ~ φόρων.
[λόγ. < αρχ. βεβαίω(σις) -ση]
[Λεξικό Κριαρά]
- βεβαίωσις η· βεβαίωση· βέβιωσις.
-
- 1) Επικύρωση, διαβεβαίωση:
- (Μαχ. 5086), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 18119).
- 2) Στερέωση, εξασφάλιση:
- βεβαίωσην της βασιλείας (Χρον. σουλτ. 581).
- 3) Σιγουριά, βεβαιότητα:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [698]).
[αρχ. ουσ. βεβαίωσις. Ο τ. ‑ση και σήμ.]
- 1) Επικύρωση, διαβεβαίωση: