Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βεβήλωση η [vevílosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βεβηλώνω· μίανση, παραβίαση: ~ τάφου / ναού / μνήμης / ιερού.
[λόγ. < ελνστ. βεβή λω(σις) -ση]