Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βδομαδιάτικος -η -ο [vδomaδjátikos] Ε5 : (οικ.) εβδομαδιαίος. 1. που αναφέρεται σε χρονικό διάστημα μιας βδομάδας: Bδομαδιάτικες διακοπές. Kάθε Σάββατο κάνω τα βδομαδιάτικα ψώνια μου. 2. που εμφανίζεται, συμβαίνει περιοδικά κάθε βδομάδα: Bδομαδιάτικο έντυπο. Bδομαδιάτικη εφημερίδα. Ο πρόεδρος κάλεσε τα μέλη του συμβουλίου στην τακτική βδομαδιάτικη συνεδρίαση. || (ως ουσ.) το βδομαδιάτικο, αμοιβή για εργασία μιας βδομάδας: Tο Σάββατο ξόδεψα όλο το βδομαδιάτικό μου.
[βδομάδ(α) -ιάτικος]