Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βδελυκτός, επίθ.
-
- 1) Που προξενεί αποστροφή, απεχθής, μισητός:
- γεγόναμεν και βδελυκτοί … ως αρνηταί της πίστεως (Διγ. Z 601).
- 2) Ανόσιος, ανίερος:
- ουκ έλαβον προσφοράν αντιδώρου ως βδελυκτήν θυσίαν (Δούκ. 3192).
[μτγν. επίθ. βδελυκτός]
- 1) Που προξενεί αποστροφή, απεχθής, μισητός: