Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βδέλλα η [vδéla] Ο25 : 1. είδος υδρόβιου σκουληκιού, από το οποίο το γνωστότερο (βδέλλα η ιατρική), το χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για αφαιμάξεις: Tου έβαλαν βδέλλες για να του πέσει ο πυρετός. || Mου κόλλησε σαν ~. Mου πίνει / ρουφάει το αίμα σαν ~. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός για άνθρωπο φορτικό, εκμεταλλευτή, παρασιτικό, που δύσκολα απαλλάσσεται κανείς από αυτόν: Ο φίλος σου αποδείχτηκε μεγάλη ~.
[αρχ. βδέλλα]
[Λεξικό Κριαρά]
- βδέλλα η· εβδέλλα.
-
- Υδρόβιο σκουλήκι που απομυζά και πίνει το αίμα των ζώων και του ανθρώπου:
- (Ορνεοσ. αγρ. 56614).
[αρχ. ουσ. βδέλλα. Ο τ. και σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]
- Υδρόβιο σκουλήκι που απομυζά και πίνει το αίμα των ζώων και του ανθρώπου: