Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βγάλλω· εβγάλλω.
-
- 1)
- α) Βγάζω έξω, αφαιρώ:
- και όσοι μεταγράφετε να γράφετε ως ένι· μη εβγάλλετε, μη βάλλετε απ’ εκείνον τό γράφει (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 840)·
- β) απομακρύνω κ. από εμένα· χάνω:
- εβγάλλοντας την πίστην πώς θέλουσιν επικαλεσθεί εις τον οποίον δεν επίστευσαν; (Μάξιμ. Καλλιουπ., Πρόλ. (Legr.) 364).
- α) Βγάζω έξω, αφαιρώ:
- 2) Βγάζω έξω, παρουσιάζω:
- εβγάλλουν την (ενν. την κόρην) στην αγοράν με άλλους αιχμαλώτους (Απολλών. 536).
- 3) (Προκ. για ρούχα, κλπ.) βγάζω από πάνω μου:
- (Αχιλλ. L 80), (Nεκρ. βασιλ. 20).
- 4) (Προκ. για μαχαίρι, κλπ.) ανασύρω:
- (Μαχ. 26631‑2).
- 5) (Προκ. για εικόνα) παρουσιάζω και περιφέρω σε λιτανεία:
- (Θρ. Κύπρ. Μ 393).
- 6) (Προκ. για σύμπτωμα αρρώστιας) προκαλώ:
- το χιόνιν πάλε βγάλλει μαργωμάδαν (Κυπρ. ερωτ. 484).
- 7) Εξαιρώ:
- (Μαχ. 4433).
- 8) Κερδίζω ποσό αντίστοιχο με κ.:
- εβγάλλοντα την έξοδόν του (Ασσίζ. 12226).
- 9) (Με υποκ. λ. που δηλώνει γη ή τμήμα γης) παρέχω (ορυκτό):
- το βουνό οπού εβγάλλει το αλάτι (Χρον. σουλτ. 6817).
[<αρχ. εκβάλλω. Ο τ. στο Du Cange (ευγάλειν) και σήμ. ιδιωμ. Η λ. τον 8.-10. αι. (LBG) και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)