Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαχ [váx] επιφ. : 1. (λαϊκότρ.) με επανάληψη δηλώνει, ανάλογα με το νόη μα του λόγου, έντονη λύπη, απογοήτευση ή συμπόνια (συνήθ. συνοδεύεται από επιφωνηματική φράση ή πρόταση): ~ ~ τι κακό μας βρήκε! ~ ~ ~ τι έπαθε το παλικάρι! 2α. με το επιφώνημα αχ: Όλο αχ και ~ μου είσαι, συνέχεια αναστενάζεις ή δυσανασχετείς. β. με ουσιαστικοποίηση και των δύο: Άσε τα αχ και τα ~, άσε τους αναστεναγμούς ή τις γκρίνιες.
[τουρκ. vah ηχομιμ. (από τα αραβ.), ah vah]
[Λεξικό Κριαρά]
- βαχλιώτης ο· βασιλιώτης· βαχλίτης.
-
- Νεαρός άνδρας που δεν έλαβε ακόμη όπλα, συν. ευγενικής καταγωγής, στην υπηρεσία ηγεμόνα ή άρχοντα, ακόλουθος, υπασπιστής, «βαλές»:
- (Μαχ. 61816, 60228).
[<παλαιότ. γαλλ. vaslet (Dawkins, B-NJ 3, 1922, 139, Kahane, GR II 545)· πβ. μεσν. λατ. vasletus (Du Cange, Lat., λ. valeti)]
- Νεαρός άνδρας που δεν έλαβε ακόμη όπλα, συν. ευγενικής καταγωγής, στην υπηρεσία ηγεμόνα ή άρχοντα, ακόλουθος, υπασπιστής, «βαλές»: