Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαφτιστικός ο [vaftistikós] Ο17 θηλ. βαφτιστικιά [vaftisti
á] Ο24 : αυτός στον οποίο ο νονός ή η νονά έδωσε το όνομα κατά τη διάρκεια της βάφτισης· βαφτιστήρι, αναδεξιμιός: Πώς τον λένε το βαφτιστικό σου; [μσν. βαπτιστικός με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. βαπτιστικός· βαφτιστικ(ός) -ιά]