Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαφτιστήρι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαφτιστήρι το [vaftistíri] Ο44 : ο βαφτισιμιός, ο αναδεξιμιός: Πήρα ένα δώρο για το ~ μου.

[βαφτισ- (βαφτίζω) -τήρι (διαφ. το ελνστ. βαπτιστήριον `χώρος βαφτίσματος΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες