Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαφτίσια τα [vaftísxa] Ο44α : η βάφτιση: Tην Kυριακή έχουμε τα ~ του μωρού. Στα ~ του παιδιού του κέρασε όλη τη γειτονιά.
[πληθ. του βαφτίσι < μσν.(;) βαπτίσιν με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] < αρχ. απαρέμφ. βαπτίσειν (βαπτίζω)]