Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαφή
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαφή η [vafí] Ο29 : I1. χρωματισμός της επιφάνειας ενός αντικειμένου, που επιτυγχάνεται είτε βυθίζοντας το αντικείμενο σε χρωστικό διάλυμα είτε καλύπτοντας την επιφάνειά του με χρωστικές ουσίες· βάψιμο, μπογιάτισμα: ~ υφασμάτων / νημάτων / μαλλιών / ρούχων / αυγών. ~ τοίχου / σπιτιού / επίπλων / αυτοκινήτων. 2. η χρωστική ουσία με την οποία βάφεται κτ.· χρώμα, μπογιά: ~ υφασμάτων / αυγών / υποδημάτων / μαλλιών. Προσοχή στη ~!, για πρόσφατα χρωματισμένες επιφάνειες. II. κατεργασία μετάλλων που αποσκοπεί στη σκλήρυνσή τους.

[αρχ. βαφή]

[Λεξικό Κριαρά]
βαφή η.
  • 1)
    • α) (Προκ. για σιδερένια αντικείμενα) ενίσχυση, τόνωση με εμβαπτισμό σε υγρό:
      • (Ερωτόκρ. Β´ 1075
    • β) (μεταφ. προκ. για καρδιά) ενίσχυση, δύναμη, αντοχή:
      • την καρδιά με τη βαφή τσ’ απομονής να βάψει (Ερωτόκρ. Γ´ 1522).
  • 2) Χρώμα:
    • οι γραμματικοί ενδύνουν τα βιβλία ή μαύρον είτε κόκκινον είτε βαφήν ετέραν (Διήγ. παιδ. 517).
  • 3) Μελάνη:
    • μεν ξοδιάζεις άπρεπα χαρτίν, βαφήν και κόπον (Κυπρ. ερωτ. 15018).

[αρχ. ουσ. βαφή. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες