Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαφέας ο [vaféas] Ο21 : αυτός που έχει ως επάγγελμα το βάψιμο: ~ υφασμάτων / αυτοκινήτων.
[λόγ. < αρχ. βαφεύς, αιτ. -έα (πρβ. μσν. βαφέας)]
[Λεξικό Κριαρά]
- βαφέας ο.
-
- Αυτός που βάφει, βαφέας:
- (Αιτωλ., Μύθ. 121).
[<αρχ. ουσ. βαφεύς. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Αυτός που βάφει, βαφέας: