Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βάτος ο [vátos] Ο18 πληθ. και τα βάτα : γένος διάφορων φυτών, που περιλαμβάνει αγκαθωτούς θάμνους ή δενδρύλλια: Φράχτης / περίφραξη από βάτα. Bρέθηκα σ΄ ένα λαγκάδι γεμάτο βάτα.
[αρχ. βάτος ὁ & ἡ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βάτος η [vátos] Ο35 : (λόγ.) ο βάτος: Ο Θεός εμφανίστηκε στο Mωυσή με τη μορφή φλεγόμενης βάτου.
[λόγ. < αρχ. βάτος ὁ & ἡ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βατός -ή -ό [vatós] Ε1 : 1. για τόπο, από τον οποίο μπορεί εύκολα κανείς να περάσει, τον οποίο μπορεί κάποιος να διασχίσει σχετικά εύκολα: Εξαιτίας των κατολισθήσεων ο δρόμος δεν είναι ~. Tο ποτάμι στα ρηχά του σημεία είναι βατό. 2. (μτφ.) απλός και επομένως εύκολος: Bατό κείμενο, σωστά και απλά γραμμένο, κατανοητό. Bατά θέματα.
[λόγ. < αρχ. βατός]
[Λεξικό Κριαρά]
- βάτος (I) ο — η.
-
- Το φυτό βάτος:
- (Ιερακοσ. 47510).
- Η λ. και ως κύρ. όν.:
- (Λέοντ., Αίν. I 125).
[αρχ. ουσ. βάτος. Η λ. και σήμ.]
- Το φυτό βάτος:
[Λεξικό Κριαρά]
- βάτος (II) ο.
-
- Το ψάρι ράγια η ηλωτή, ένα είδος σελαχιού:
- (Προδρ. IV 573).
- Ως προσωποπ.:
- Ρίνα και Βάτε (Οψαρ. 36120).
[αρχ. ουσ. βάτος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Το ψάρι ράγια η ηλωτή, ένα είδος σελαχιού: