Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βατεύω [vatévo] -ομαι Ρ5.2 : (λαϊκότρ.) (για αρσ. ζώο) ζευγαρώνω με το θηλυκό, οχεύω: Bατεμένη φοράδα.
[ελνστ. βατεύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- βατεύω.
-
- (Με αντικ. θηλ. ζώο) οχεύω, «πηδώ»·
- (εδώ προκ. για πρόσωπο):
- την κοπελιά μου μου εβάτευε αφέντης σου τόσο καιρό χωστά μου; (Στάθ. Γ´ 274).
- (εδώ προκ. για πρόσωπο):
[μτγν. βατεύω. Η λ. και σήμ. λαϊκ.]
- (Με αντικ. θηλ. ζώο) οχεύω, «πηδώ»·