Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βατερλό το [vaterló] Ο (άκλ.) : χαρακτηρισμός ήττας, αποτυχίας μεγάλης έκτασης, που συνεπάγεται ολοκληρωτική καταστροφή για τον ηττημένο, πανωλεθρία: Οι πρόσφατες εκλογές ήταν το ~ της πολιτικής του σταδιοδρομίας.
[λόγ. < γαλλ. τοπων. Waterloo (πόλη του Βελγίου κοντά στην οποία ηττήθηκε τελειωτικά ο Nαπολέοντας)]