Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαστάζος ο [vastázos] Ο18 : (παρωχ., λαϊκότρ.) αχθοφόρος, χαμάλης.
[αρχ. βαστάζ(ων), μεε. του ρ. βαστάζω, μεταπλ. -ος (σύγκρ. γέρων > γέρος)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[αρχ. βαστάζ(ων), μεε. του ρ. βαστάζω, μεταπλ. -ος (σύγκρ. γέρων > γέρος)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |