Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βασκανία η [vaskanía] Ο25 : (λόγ.) η βλαπτική επίδραση που ασκεί, σύμφωνα με ορισμένη πρόληψη, το θαυμαστικό ή ζηλόφθονο βλέμμα ανθρώπων με ειδική προδιάθεση, επάνω σε έμψυχα ή άψυχα· μάτιασμα.
[λόγ. < αρχ. βασκανία]
[Λεξικό Κριαρά]
- βασκανία η.
-
- Βασκανία, «μάτιασμα»:
- (Ερμον. Α 221).
[αρχ. ουσ. βασκανία. Η λ. και σήμ.]
- Βασκανία, «μάτιασμα»: