Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βασκαίνω [vaskéno] -ομαι & αβασκαίνω [avaskéno] -ομαι Ρ7.1 : κοιτάζο ντας κπ. με θαυμασμό ή φθόνο, του προξενώ (σύμφωνα με ορισμένη πρόληψη) κακό, τον βλάπτω, με την επήρεια του βλέμματός μου· ματιάζω: Tο παιδί έχει βασκαθεί, γι΄ αυτό αρρώστησε. Tον έφτυσα για να μην τον βασκάνω. (έκφρ.) (φτου) να μη βασκαθείς / να μην αβασκαθείς: α. με θαυμασμό για κπ.: Είσαι μια χαρά, να μη βασκαθείς. β. (ειρ.): Έγινε χοντρός σαν βαρέλι, να μην αβασκαθεί.
[αρχ. βασκαίνω· ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με τα μόρια να, θα και ανασυλλ.: [na-v > nav > n-av] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- βασκαίνω.
-
- 1) Φθονώ:
- (Σπαν. Va 226).
- 2) Προξενώ σε κάπ. κακό με το βλέμμα, «ματιάζω»:
- (Διγ. Z 1777).
- Η μτχ. ενεστ. ως ουσ. = διάβολος:
- (Πτωχολ. P 28).
[αρχ. βασκαίνω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Φθονώ: