Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βασιλόπουλο το [vasilópulo] Ο41 : (οικ.) νεαρός γιος βασιλιά. (έκφρ.) περιμένει το ~ του παραμυθιού, ειρωνικά για γυναίκα που δεν παντρεύεται αναζητώντας τον ιδανικό άντρα, γαμπρό. || (πληθ.) τα παιδιά του βασιλιά, χωρίς διάκριση φύλου.
[μσν. βασιλόπουλο < βασιλ(ιάς) -όπουλο]
[Λεξικό Κριαρά]
- βασιλόπουλο το· βασιλιόπουλο· βασιλόπλο.
-
- Γιος βασιλιά:
- (Χρον. σουλτ. 4830).
[<ουσ. βασιλιάς + κατάλ. ‑πουλο. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ). Η λ. στο Somav. (‑ον) και σήμ.]
- Γιος βασιλιά:
[Λεξικό Κριαρά]
- βασιλόπουλος ο· βασιλιόπουλος.
-
- Βασιλόπουλο:
- (Χρον. σουλτ. 1049).
[<ουσ. βασιλιάς + κατάλ. ‑πουλος. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. κρητ. (ΙΛ). Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Βασιλόπουλο: