Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βασιλόπιτα η [vasilópita] Ο27α : πίτα ειδικά φτιαγμένη για τη γιορτή του Aγίου Bασιλείου, που κόβεται και μοιράζεται τελετουργικά την πρωτοχρονιά· μέσα στο ζυμάρι τοποθετείται κάποιο νόμισμα και θεωρείται τυχερός, όποιος το βρει στο κομμάτι του: Δε μου πέτυχαν φέτος οι βασιλόπιτες. Kόψιμο της βασιλόπιτας στο σωματείο των εμποροϋπαλλήλων.
[βασιλο- 2 + πίτα]