Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βασιλική η [vasilikí] Ο29 : (αρχιτ.) τύπος χριστιανικού ναού που βασίζεται σε ρωμαϊκά πρότυπα δημόσιων κτιρίων· έχει ορθογώνιο σχήμα, χωρίζεται κατά μήκος με κίονες ή πεσσούς σε κλίτη και καταλήγει σε αψίδα: Παλαιοχριστιανική ~. H ~ του Aγίου Δημητρίου / του Aγίου Mάρκου. ~ με τρούλο.
[λόγ. < ελνστ. βασιλική (στοά) `δημόσιο κτίριο της ελνστ. και της ρωμαϊκής εποχής που χρησίμευε ως δικαστήριο και εμπορικό κέντρο΄, θηλ. του αρχ. επιθ. βασιλικός]