Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βασιλικά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βασιλικά τα [vasiliká] Ο38 : (λαϊκότρ.) ο βασιλικός: Tα παράθυρα και τα μπαλκόνια ήταν γεμάτα γλάστρες με ~.

[πληθ. < ελνστ. εν. βασιλικόν ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. βασιλικός]

[Λεξικό Κριαρά]
βασιλικά, επίρρ.
  • α) Με τρόπο που ταιριάζει σε βασιλιά:
    • βασιλικά με ανέθρεψαν (Φλώρ. 1047
  • β) με πολυτέλεια, με μεγαλοπρέπεια:
    • βασιλικά κτισμένος (ενν. ο ναός) (Παϊσ., Ιστ. Σινά 368).

[<επίθ. βασιλικός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βασιλικάτος, επίθ.
  • Βασιλικός:
    • ρούχα βασιλικάτα (Γεωργηλ., Θαν. 344).

[<επίθ. βασιλικός + κατάλ. άτος. Ουδ. ον ως ουσ. τον 11. αι. (LBG) και ‑ο σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες