Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βασιλεύ ο,
- βλ. βασιλεύς.
[Λεξικό Κριαρά]
- βασιλεύγω,
- βλ. βασιλεύω.
[Λεξικό Κριαρά]
- βασίλευμα το· βασίλεμα· βασίλευμαν.
-
- Δύση (του ήλιου):
- (Κορων., Μπούας 76).
[<βασιλεύω + κατάλ. ‑μα. Ο τ. ‑εμα στο Somav. και σήμ.]
- Δύση (του ήλιου):
[Λεξικό Κριαρά]
- βασιλευμός ο· βασιλεμός.
-
- Βασιλική εξουσία:
- (Πεντ. Γέν. XXXVII 8).
[<βασιλεύω + κατάλ. ‑μός. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Βασιλική εξουσία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βασιλεύουσα η [vasilévusa] Ο27 : η προσωνυμία της Kωνσταντινούπολης, ως πρωτεύουσας του βυζαντινού κράτους.
[λόγ. < μσν. βασιλεύουσα, ελνστ. θηλ. μεε. βασιλεύουσα του αρχ. ρ. βασιλεύω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βασιλεύς ο [vasiléfs] Ο : (λόγ.) α. βασιλιάς. ΦΡ βασιλικότερος του βασιλέως, για κπ. που πλειοδοτεί, που υπερβάλλει σε ζήλο. β. (εκκλ.) Ο ~ των βασιλέων, ο Xριστός.
[λόγ.: α: αρχ. βασιλεύς· β: ελνστ. σημ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- βασιλεύς ο· βασιλέας· βασιλεύ.
-
- 1) Βασιλιάς:
- (Καλλίμ. 2095)·
- (μεταφ.):
- Τον βασιλέα των μηνών τις βουληθείη λέγειν; (Διγ. Z 2748)·
- Έρως παρών ο βασιλεύς (Καλλίμ. 763)·
- (προκ. για τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου):
- (Έκθ. χρον. 264)·
- (προκ. για το σουλτάνο):
- (Αχέλ. 44).
- 2) (Προκ. για το Θεό):
- ο βασιλεύς της δόξης (Χρον. Μορ. H 1224)·
- τον πάντων βασιλέα (Φλώρ. 563)·
- βασιλέα τ’ ουρανού (Θυσ. 33).
[αρχ. ουσ. βασιλεύς. Ο τ. ‑έας στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ., καθώς και η λ. λόγ.]
- 1) Βασιλιάς:
[Λεξικό Κριαρά]
- βασιλευτικός, επίθ.
-
- Που αναφέρεται στη διακυβέρνηση:
- βασιλευτικήν γερουσίαν (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 19241).
[<βασιλεύω + κατάλ. ‑τικός]
- Που αναφέρεται στη διακυβέρνηση:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βασιλεύω [vasilévo] Ρ5.2α μπε. βασιλευόμενος στη σημ. I1 : I1. είμαι, γίνομαι βασιλιάς, ασκώ τη βασιλική εξουσία: Ο βασιλιάς βασιλεύει, αλλά δεν κυβερνά. || Bασιλευόμενη δημοκρατία, για δημοκρατικό πολίτευμα στο οποίο ανώτατος άρχοντας είναι ο βασιλιάς. ANT αβασίλευτη: H Ελλάδα υπήρξε βασιλευόμενη δημοκρατία. ΦΡ ζει και βασιλεύει, ευτυχεί, είναι υγιής, περνάει καλά. 2. (μτφ.) επικρατώ, κυριαρχώ: Nεκρική σιγή βασίλευε στην αίθουσα. Στην οικογένειά μας βασιλεύει η αγάπη και η ομόνοια. H ψευτιά και η ατιμία βασίλευαν στη χώρα. ΠAΡ Στους τυφλούς* βασιλεύει ο μονόφθαλμος. ΦΡ διαίρει* και βασίλευε. II1. για τον ήλιο ή άλλο ουράνιο σώμα, εξαφανίζομαι κάτω από τη νοητή γραμμή του ορίζοντα· δύω1: Ο ήλιος θα βασιλέψει σε λίγο. ΦΡ βασίλεψαν τα μάτια του, έκλεισαν από κούραση και νύστα. 2. (μτφ.) παρακμάζω και χάνομαι, συνήθ. στη ΦΡ βασίλεψε το άστρο του, έδυσε.
[I: αρχ. βασιλεύω· II: μσν. βασιλεύω, από τη σημ. του αορ. βασίλεψε ο ήλιος `έφτασε πια στα μεσούρανα και άρχισε να γέρνει΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- βασιλεύω· βασιλεύγω.
-
- 1)
- α) Είμαι ή γίνομαι βασιλιάς:
- (Έκθ. χρον. 811), (Διγ. O 1237), (Χρον. σουλτ. 13528)·
- β) (προκ. για το Χριστό) εξουσιάζω:
- (Ιστ. Βλαχ. 2687)·
- γ) (μτβ.) κυβερνώ, διοικώ:
- βασιλεύγει … τούτη την αξαζόμενη … χώρα (Ερωφ. Γ´ 273)·
- τσι πλανήτες κυβερνάς και τ’ άστρα βασιλεύγεις (Πανώρ. Δ´ 292)·
- δ) η μτχ. βασιλεύουσα = η Κωνσταντινούπολη:
- (Byz. Kleinchron. A´ 43045)·
- η βασιλεύουσα των πόλεων (Θρ. Κων/π. Πολλ. 24818)·
- Πόλην την βασιλεύουσαν (Ιστ. Βλαχ. 2458).
- α) Είμαι ή γίνομαι βασιλιάς:
- 2) Επικρατώ, κυριαρχώ:
- συ βασιλεύσεις επί γης και πάσης ταύτης άρξεις (Βίος Αλ. 4077)·
- (μεταφ.):
- Μάιος εβασίλευσεν εις άπαντας τους μήνας (Διγ. Z 2749)·
- η καλή βουλή εις όλους βασιλεύει (Ιστ. Βλαχ. 1475).
- 3) (Προκ. για τον ήλιο) δύω:
- (Διγ. Z 194).
[αρχ. βασιλεύω. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1)