Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βασιλεία η [vasilía] Ο25 : (πρβ. μοναρχία στις σημ. 1, 2) 1. το αξίωμα και η εξουσία του βασιλιά: Aναρριχήθηκε στη ~ με δολοπλοκίες. Έγινε αιματηρός αγώνας για την κατάργηση της βασιλείας. 2. το πολίτευμα στο οποίο ανώτατος άρχοντας είναι ο βασιλιάς: Στην Ελλάδα καταργήθηκε με δημοψήφισμα η ~. 3. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο κάποιος βασιλεύει ή βασίλεψε: H ~ του συνδέθηκε με σημαντικά γεγονότα. 4. (μτφ.) α. κυριαρχία, επικράτηση, υπεροχή: H επικράτηση της δημοτικής σήμανε το τέλος της βασιλείας της καθαρεύουσας. H ~ του πνεύματος πάνω στην ύλη. β. περίοδος ακμής: H δεκαετία της βασιλείας του εξπρεσιονισμού. (έκφρ.) πέρασε / έληξε / έρχεται η ~ του
5. (εκκλ.) H ~ του Θεού, η ~ των Ουρανών, ο Παράδεισος.
[λόγ. < αρχ. βασιλεία]
[Λεξικό Κριαρά]
- βασιλεία η· βασιλειά.
-
- 1)
- α) Η εξουσία του βασιλιά:
- (Έκθ. χρον. 1112)·
- β) η κρατική εξουσία, οι εκπρόσωποι της κρατικής εξουσίας:
- να μηδέν ορμασθεί, εάν μη έχει εξουσία παρά της βασιλείας (Ελλην. νόμ. 5838)·
- γ) εκφρ. θεία βασιλεία, άνω βασιλεία, ουράνιος βασιλεία = η βασιλεία των ουρανών:
- (Διακρούσ. 11914), (Νεκρ. βασιλ. 132), (Ιστ. Βλαχ. 2828)·
- δ) προκ. για τη δύναμη του Θεού·
- (εδώ συνεκδ.) βοήθεια:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 401r).
- (εδώ συνεκδ.) βοήθεια:
- α) Η εξουσία του βασιλιά:
- 2) Το αξίωμα του βασιλιά:
- (Βέλθ. 149)·
- (ως τιμητική προσφών.):
- η βασιλεία δε η ση έχεις την εξουσίαν (Βέλθ. 989)·
- έκφρ. το κράτος της βασιλείας ή της βασιλειάς (σε ένδειξη σεβασμού):
- (Χρον. Μορ. H 4259), (Μαχ. 29424).
- 3) Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο βασιλεύει κάπ.:
- (Ιστ. πολιτ. 778).
- 4) Κυριαρχία:
- άρχισεν η των Ρωμαίων βασιλεία (Θρ. Κων/π. Πολλ. 2488).
- 5) Στον πληθ. Βασιλείαι = τίτλος τεσσάρων βιβλίων της Π.Δ.:
- (Διγ. Άνδρ. 39937).
[αρχ. ουσ. βασιλεία. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ). Η λ. και σήμ.]
- 1)