Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βασιλίκι το.
-
- Βασιλικό αξίωμα, βασιλεία:
- (Ερωτόκρ. Δ´ 966).
[<επίθ. βασιλικός (Georgacas 1982: 337). Πληθ. ‑ια το 10. αι. (LBG). Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Βασιλικό αξίωμα, βασιλεία: