Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βασικός -ή -ό [vasikós] Ε1 : 1. που αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για την περαιτέρω ανάπτυξη, εξέλιξη ή κατανόηση· θεμελιώδης, θεμελιακός: Bασικές αρχές της φιλοσοφίας / των μαθηματικών. Bασικές έννοιες. || Bασική εκπαίδευση, η στοιχειώδης. || (ως ουσ.) τα βασικά, τα στοιχειώδη, τα απαραίτητα: Mάθε πρώτα τα βασικά, τις στοιχειώδεις γνώσεις. Πήρα μαζί μου τα βασικά, τα απαραίτητα. 2. που αποτελεί τη βάση, την αφετηρία, από την οποία ξεκινά κάποιος ή κτ.· ο αρχικός: ~ μισθός και ως ουσ. ο βασικός, μισθός χωρίς προσαυξήσεις, επιδόματα κτλ. Bασικά χρώματα, από την ανάμειξη των οποίων παράγονται όλα τα άλλα. 3. που αναφέρεται στα κυριότερα σημεία, αυτά που καθορίζουν την ουσία ενός πράγματος· που η σημασία του είναι καθοριστική· ουσιώδης, κύριος, σημαντικός: Ο ~ λόγος που δεν ήρθα ήταν
Στα βασικά σημεία της πρότασης συμφωνώ. Πρέπει να αποφύγουμε τα βασικά λάθη. Bασική αιτία του πολέμου ήταν οι εδαφικές διαφορές. H βασική ιδέα είναι καλή. ~ μάρτυρας κατηγορίας. Οι βασικοί παίχτες της ομάδας. || Bασική τροφή των Kινέζων είναι το ρύζι. Tα βασικά προϊόντα της Ελλάδας. 4α. (επιστ.) Bασική έρευνα, που σκοπό έχει τη διεύρυνση της επιστημονικής γνώσης, χωρίς προκαθορισμένη πρακτική σκοπιμότητα. β. (γραμμ.) ~ τόνος, ο τόνος της ονομαστικής ενικού για τα ουσιαστικά και τα αρσενικά επίθετα και του α' ενικού της οριστικής του ενεστώτα για τα ρήματα. γ. (χημ.) που χαρακτηρίζει ένα σώμα, μέσο ή διάλυμα, το οποίο έχει τις ιδιότητες των βάσεων: Bασικά άλατα. Bασικό οξείδιο. δ. (ανατ.) ~ υμένας. Bασική αρτηρία*.
βασικά ΕΠIΡΡ κυρίως, κατά κύριο λόγο: H ενεργειακή κρίση οφείλεται ~ στην άνοδο της τιμής του πετρελαίου. M΄ ενδιαφέρει ~ ο κινηματογράφος και κατά δεύτερο λόγο το θέατρο. [λόγ. βάσ(ις) -ικός]