Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βασιβουζούκος ο [vasivuzúkos] & μπασιμπουζούκος ο [basibuzúkos] Ο18 : 1. άτακτος στρατιώτης του οθωμανικού στρατού. 2. (μτφ., παρωχ.) για αυταρχικό ή απείθαρχο άνθρωπο.
[μπ-: τουρκ. başιbozuk -ος ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] )· β-: λόγ. επίδρ.]