Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βασανιστικός -ή -ό [vasanistikós] Ε1 : 1. που προκαλεί βάσανα, ταλαιπωρίες, τυραννικός: ~ βήχας. Πάσχει από μια χρόνια, βασανιστική αρρώστια. Οι συνομιλίες για τον αφοπλισμό ακολουθούν βασανιστική πορεία, κοπιαστική. 2. που είναι λεπτομερής, εξονυχιστικός, εξαντλητικός: Yπέβαλαν τον ύποπτο / τον κρατούμενο σε βασανιστικές ανακρίσεις.
βασανιστικά ΕΠIΡΡ: H προσπάθεια για το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης προχωράει αργά και ~. Για την ανακάλυψη του ενόχου εξετάζεται ~ κάθε πιθανότητα. [λόγ. < ελνστ. βασανιστικός `κατάλληλος για βασανισμό΄]