Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βασανιστήριο το [vasanistírio] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : 1. σωματική κυρίως κακοποίηση, στην οποία υποβάλλεται κάποιος για να τιμωρηθεί ή για να ομολογήσει κτ.: Οι αιχμάλωτοι υποβλήθηκαν σε σκληρά βασανιστήρια. Δεν άντεξε στα βασανιστήρια και πέθανε. 2. ταλαιπωρία, παίδεμα· μαρτύριο: Zωή είν΄ αυτή ή ~; Kάθε μέρα περιμένω μια ώρα στη στάση για λεωφορείο· τι ~ κι αυτό!
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. βασανιστήριος `κατάλληλος για βασανισμό΄, αρχ. βασανιστήριον `αίθουσα ανάκρισης΄ (δες στο βάσανος)]
[Λεξικό Κριαρά]
- βασανιστήριο το.
-
- Ταλαιπωρία, βάσανο, στενοχώρια:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [961]).
[αρχ. ουσ. βασανιστήριον. Η λ. και σήμ.]
- Ταλαιπωρία, βάσανο, στενοχώρια: