Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βασανίστρια η.
-
- (Επιθετ.) που βασανίζει·
- (εδώ προκ. για θεϊκή τιμωρία):
- χείρα βασανιστρίαν (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 236).
- (εδώ προκ. για θεϊκή τιμωρία):
[αρχ. ουσ. βασανίστρια]
- (Επιθετ.) που βασανίζει·