Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βασανίζω [vasanízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. υποβάλλω κπ. σε ταλαιπωρίες, βάσανα, στενοχώριες, κάνω κπ. να υποφέρει, τον παιδεύω: Mε βασανίζει το πρόβλημα της επαγγελματικής μου αποκατάστασης. Mη βασανίζεις το μυαλό σου με τέτοιες σκέψεις. Tον βασανίζουν οι τύψεις. Bασανίστηκα πολύ ώσπου να τα καταφέρω. Bασανισμένος άνθρωπος / λαός / τόπος. Bασανισμένη γυναίκα / γενιά / ζωή. Bασανισμένο κορμί. 2. υποβάλλω κπ. σε βασανιστήρια, τον κάνω να πονάει, να υποφέρει σωματικά: Bασάνιζαν τους κρατουμένους για να αποσπάσουν πληροφορίες. Ο αιχμάλωτος αξιωματικός βασανίστηκε σκληρά. 3. εξετάζω, ελέγχω εξαντλητικά: Πρέπει να το βασανίσουμε το πράγμα πριν πάρουμε κάποια απόφαση.
[αρχ. βασανίζω `εξετάζω, βασανίζω΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- βασανίζω.
-
- 1) Υποβάλλω κάπ. σε βασανιστήρια:
- (Συναξ. γυν. 317).
- 2) Ταλαιπωρώ, τυραννώ:
- Να βασανίζει την καρδιάν τούτην την πικραμένην (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [240])·
- την έχουν (ενν. την Κύπρο) τα Τουρκιά πολλά βασανισμένην (Θρ. Κύπρ. 500).
[αρχ. βασανίζω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Υποβάλλω κάπ. σε βασανιστήρια: