Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βασίλισσα η.
-
- α) Σύζυγος του βασιλιά ή γυναίκα που βασιλεύει:
- (Διήγ. Αλ. V 52), (Διγ. Z 3900)·
- (μεταφ.):
- θεά τση δόλιας μου καρδιάς, βασίλισσα του νου μου (Πανώρ. Β´ 533)·
- β) (προκ. για την Παναγία):
- (Εις Θεοτ. 26)·
- γ) (προκ. για θεά):
- (Φορτουν. Ιντ. β´ 73)·
- δ) (προκ. για την Κωνσταντινούπολη):
- (Χρον. σουλτ. 3433).
[αρχ. ουσ. βασίλισσα. Η λ. και σήμ.]
- α) Σύζυγος του βασιλιά ή γυναίκα που βασιλεύει: