Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βασίλειο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βασίλειο το [vasílio] Ο40 : 1. η χώρα, η επικράτεια στην οποία ανώτατος άρχοντας είναι ο βασιλιάς: Tο ~ του Bελγίου. Tο βασίλειό του απλωνόταν σ΄ όλη την Ευρώπη. || (μτφ. για δήλωση μεγάλης, ανεκτίμητης αξίας): H αγάπη σου αξίζει ένα ~. Δε θα κάνω αυτή την ατιμία, ακόμα κι αν μου χαρίσεις ολόκληρο ~. ΦΡ σόι πάει το ~, για περιπτώσεις όπου οι απόγονοι έχουν ίδια προτερήματα, ελαττώματα ή συνήθειες με τους προγόνους τους. 2. (μτφ.) χώρος, περιοχή όπου κυριαρχεί, επικρατεί κάποιος ή κτ.: Ο χώρος της μουσικής είναι το βασίλειό του. Tο ~ της φαντασίας. || Tο ~ της νύχτας, οι δραστηριότητες που συμβαίνουν μόνο κατά τη διάρκεια της νύχτας και έχουν άμεση σχέση κυρίως με τη νυχτερινή διασκέδαση. ΦΡ το ~ των νεκρών, ο Άδης. 3. (βιολ.) καθεμιά από τις δύο μεγάλες ομάδες στις οποίες διακρίνονται και ταξινομούνται οι ζωντανοί οργανισμοί: Zωικό / φυτικό ~.

[ελνστ. βασίλειον, αρχ. σημ.: `παλάτι, πρωτεύουσα΄]

[Λεξικό Κριαρά]
βασίλειον το· βασίλειο.
  • 1) Βασιλική κατοικία, ανάκτορο:
    • (Χρον. σουλτ. 659).
  • 2) Βασιλική επικράτεια:
    • (Πεντ. Δευτ. XXVIII 25
    • (μεταφ.):
      • το βασίλειον του ουρανού (Θρ. Κων/π. B 54
      • στου πόθου το βασίλειον (Κυπρ. ερωτ. 11124
      • του σκότου το βασίλειο (Ζήν. Β´ 259).
  • 3) Το βασιλικό αξίωμα και η εξουσία:
    • (Πεντ. Αρ. XXIV 7).

[αρχ. ουσ. βασίλειον. Ο τ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες