Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βασάνισμα το [vasánizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βασανίζω: Kαλή η πρότασή σου, αλλά χρειάζεται κάποιο ~.
[λόγ. < μσν. βασάνισμα < βασανισ- (βασανίζω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- βασάνισμα το.
-
- Τυραννία, δοκιμασία:
- (Μαχ. 45628).
[<αόρ. του βασανίζω + κατάλ. ‑μα. Η λ. τον 8.-9. αι. (LBG), σε Γλωσσάρ. (DGE) και σήμ.]
- Τυραννία, δοκιμασία: