Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βασάλτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βασάλτης ο [vasáltis] Ο10 : είδος σκληρού, μαύρου πετρώματος.

[λόγ. αντδ. < γαλλ. basalt(e) -ης < μσνλατ. basaltes < basanites (αντιγραφική παραδρομή) < αρχ. βασανίτης = βάσανος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες