Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαρώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βαρώ· αόρ. (ε)βάρηκα· (ε)βάρησα.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ Μτβ.
      • 1) Πιέζω με το βάρος (μου)·
        • (μεταφ.) ενοχλώ, λυπώ, στενοχωρώ:
          • την πεθυμίαν, όπου πολλά βαρεί με (Θησ. Ζ´ [884]).
      • 2)
        • α) Χτυπώ, πλήττω:
          • βάρ’ την πόρτ’ αυτή (Ευγέν. 1359
          • από την πίκρα του εβάρησε το κεφάλι του εις τον τοίχο (Χρον. σουλτ. 4124
          • άρπαξε ραβδί να του βαρέσει (Ιστ. Βλαχ. 824
        • β) επιτίθεμαι:
          • εις τη μπροστέλα βάρησεν απάσης της στρατίας (Κορων., Μπούας 121).
      • 3) Φρ. βαρώ τουφεκιές, λουμπάρδες = πυροβολώ:
        • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 15211), (Κορων., Μπούας 99).
      • 4) Φρ. βαρώ πόλεμον = πολεμώ:
        • (Αλεξ. 1864).
      • 5) Πετυχαίνω κάπ. (στο σημάδι):
        • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 20521).
      • 6)
        • α) (Προκ. για αντικείμενα που εκπέμπουν ήχους) σημαίνω, χτυπώ:
          • βαρούν τες καμπάνες (Χρον. 314
        • β) παίζω μουσικό όργανο:
          • βαρούσαν τα τουμπάκια (Τριβ., Ταγιαπ. 102).
    • Β´ Αμτβ.
      • 1) Έχω βάρος, ζυγίζω:
        • (Μαχ. 7617
        • λίθου βαρούντος λίτρας μιας (Δούκ. 34515
        • (μεταφ.):
          • Ω πόσον λίγο που βαρεί, λίγον μυαλό βασταίνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [1281]).
      • 2) Παράγω ήχο, κροτώ:
        • σαν βούκινο βαρέσει (Αλεξ. 839).
  • II. Μέσ.
    • Α´ (Αμτβ.) δυσανασχετώ:
      • ουκ εποίσαμεν θυσίας κι ένεκεν τούτου βαρείται (Ερμον. Η 241).
    • Β´ (Μτβ.) δεν ανέχομαι κάπ. ή κ.:
      • (Σπαν. A 369
      • βαρούνται την των τριχών απόκαρσιν (Καλλίμ. 2283).

[αρχ. βαρέω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες