Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαρύτιμος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
βαρύτιμος, επίθ.
  • Που έχει μεγάλη αξία, πολύτιμος:
    • βαρύτιμα ζαφείρια (Στάθ. Γ´ 514).

[αρχ. επίθ. βαρύτιμος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαρύτιμος -η -ο [varítimos] Ε5 : (για αντικείμενο) που έχει μεγάλη αξία: Bαρύτιμα δώρα / κοσμήματα. Στην πρωταθλήτρια ομάδα δόθηκε το βαρύτιμο κύπελλο.

[λόγ. < ελνστ. βαρύτιμος (διαφ. το αρχ. βαρύτιμος `που τιμωρεί βαριά΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες