Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαρύτητα η [varítita] Ο28 : 1. η ιδιότητα που έχει ο βαρύς. ANT ελαφρότητα. 2. (φυσ.) η παγκόσμια ελκτική δύναμη που ενεργεί ανάμεσα στην ύλη: Ο νόμος της βαρύτητας του Nεύτωνα. H θεωρία της σχετικότητας αναθεώρησε ριζικά τις απόψεις μας για τη ~. Οι αστροναύτες εκπαιδεύονται σε συνθήκες έλλειψης βαρύτητας. 3. (μτφ.) α. αξία, κύρος, σημασία: ~ επιχειρημάτων / λόγων / αποδείξεων. Οι απόψεις του δεν έχουν καμιά ιδιαίτερη ~. (έκφρ.) δίνω ~ σε κτ., σημασία: H κυβέρνηση δίνει ιδιαίτερη ~ στην οικονομία. β. σοβαρότητα, κρισιμότητα, σπουδαιότητα: H ~ του εγχειρήματος απαιτεί σοβαρή σκέψη. Γεγονός ιδιαίτερης βαρύτητας.
[λόγ. < αρχ. βαρύτης, αιτ. -ητα]