Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαρύνω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαρύνω [varíno] -ομαι Ρ8.1 : (λόγ.) 1. βαραίνω: Tον βαρύνουν σοβαρές κατηγορίες. 2. επιβαρύνω: Tα έξοδα βαρύνουν τον αγοραστή. Δε θέλω να σε ~.

[λόγ. < αρχ. βαρύνω]

[Λεξικό Κριαρά]
βαρύνω· αόρ. εβεβαρύνθην.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Πιέζω με το βάρος μου·
      • (μεταφ.) προκαλώ αίσθημα βάρους, στενοχωρώ, δυσαρεστώ:
        • (Ροδολ. Γ´ 545).
    • 2) Επιρρίπτω σε κάπ. ευθύνη, κατηγορώ κάπ.:
      • (Βησσ., Επιστ. 364).
    • 3) Χτυπώ:
      • (Μαχ. 56618‑9).
  • II. Mέσ.
    • Α´ Αμτβ.
      • 1) Έχω βάρος:
        • μαζός βεβαρυμένος (Προδρ. IV 173 χφ H κριτ. υπ).
      • 2) Ασκώ πίεση με το βάρος μου:
        • εις μίαν της διήρεως πλευράν βαρυνθέντες (Δούκ. 40916).
      • 3) Γίνομαι βαρύς· εξασθενώ:
        • εάν γηράσῃ, βαρύνονται αυτού αι πτέρυγες (Φυσιολ. (Zur.) VI 2b2‑3).
    • Β´ Μτβ.
      • 1) Θλίβομαι, στενοχωρούμαι· βαρέως φέρω, οργίζομαι:
        • μη το βαρυνθείς τό έδωκεν η κρίσις (Χρον. Μορ. H 2400).
      • 2) Βαριέμαι κ., δε μου αρέσει κ., αποφεύγω:
        • πολλοί βαρύνονται τα λόγια (Αιτωλ., Μύθ. 4219· Σπαν. A 369).

[αρχ. βαρύνω. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαρύνων -ουσα -ον [varínon] Ε12 : που είναι ιδιαίτερης, μεγάλης σημασίας, σπουδαιότητας: H γνώμη του είναι βαρύνουσα για θέματα εκπαίδευσης. H αλιεία έχει βαρύνουσα σημασία για την ελληνική οικονομία.

[λόγ. μεε. του ρ. βαρύνω μτφρδ. γαλλ. pésant]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες